Κυπαρίσσι, Λογκανίκος, Βεργαδέικα, Φουντέικα, Άγ. Κωνσταντίνος (Ρεγκόζενα), Αγόριανη, Γεωργίτσι, Αλευρού, Καστόρειο (Καστανιά), Λουσίνα, Ντεμήρου (Κάστωρ), Καστρί, Νέα Λιβερά, Σερβέικα, Bορδόνια (Λόπεση, Παπαδιάνικα, Επάνω Χώρα, Σουλήνα, Κάμπος, Όραχος), Καραβάς, [Σελλασία, Κονιδίτσα], Παρδάλι, Πελλάνα, Περβόλια
Με αυτή την καταπληκτική θέα του Ταϋγέτου μεγαλώσαμε στον τόπο μας ...από μικρά παιδιά

..κατά παράφραση του κόμικ "Asterix & Ovelix: "Σε ένα χωριό της Λακωνίας δυο ανυπότακτοι χωριάτες είπαν να φτιάξουν το δικό τους μπλογκάδικο"
Βασικά θέματα ...με μια ματιά:
Αναρτήσεις:

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

5.2. Η παραδοσιακή υφαντουργία. Πώς γινόταν...

 Ζήτησα από την μητέρα μου να μας παρουσιάσει αναλυτικά οτιδήποτε γνωρίζει σχετικά με την παραδοσιακή υφαντική τέχνη των παλαιότερων εποχών... Όπως θα διαπιστώσετε, η παρουσίαση ήταν αρκετά αναλυτική και σας την μεταφέρω σχεδόν αυτούσια:
 
 "Ο αργαλειός ήταν το βασικό εργαλείο με το οποίο φτιάχναμε τα διάφορα υφάσματα στο νοικοκυριό μας... Για να φτιάξουμε π.χ. τα υφάσματα που τα λέγαμε ντρίλιες (είχαν πολύχρωμες ραβδώσεις), σταυρούλια (είχαν επάνω σταυρωτό σχέδιο) ή το κάμποτο (απλό λευκό ύφασμα), πρώτα έπρεπε να ιδιάσουμε το νήμα (το στρίμμα),  είτε ενός είτε πολλών χρωμάτων, χρησιμοποιώντας μικρά παλούκια που τα μπήγαμε στη γη, γύρω από τα οποία τεντώναμε κατά σειρά το νήμα πολλές φορές μετρώντας το πλάτος αλλά και το μήκος του υφάσματος που θέλαμε.
 Έπειτα παίρναμε με προσοχή αυτή τη σειρά από τα ιδιασμένα νήματα, [που αποτελούσαν το στημόνι], και τα τοποθετούσαμε, τυλίγοντας τη μία τους άκρη, στο πρώτο αντί του αργαλειού, απέναντι από την υφάντρια. Μετά περνούσαμε ένα ένα τα νήματα πάλι με τη σειρά μέσα από τα δύο μιτάρια [από τη λέξη μίτος, π.β. ο μίτος της Αριάδνης], δηλ. τα δικτυωτά πλέγματα σκοινιών σε σχήμα 8 που ήταν στερεωμένα σε οριζόντια ξύλα. Έτσι, τα μιτάρια αυτά όριζαν δύο σειρές νημάτων, η μία σειρά επάνω και η άλλη ακριβώς αποκάτω (ώστε ανάμεσά τους να περνάει αργότερα εγκάρσια η κλωστή για την ύφανση). Ύστερα, περνούσαμε τα νήματα αυτά και από το, επίσης οριζόντιο, χτένι του αργαλειού, που τα κρατούσε σε ορισμένη σταθερή απόσταση το ένα δίπλα στο άλλο. Τέλος, τεντώναμε την αρχή των νημάτων στο δεύτερο αντί  που βρισκόταν μπροστά στην υφάντρια, πάνω στο οποίο τυλιγόταν το ύφασμα που έφτιαχνε.
 Για να υφάνουμε ένα ύφασμα, ήταν βεβαίως απαραίτητη και η κλωστή. Την κλωστή έπρεπε προηγουμένως με την βοήθεια ενός άλλου εργαλείου, της ανέμης, να την έχουμε τυλίξει στο μασούρι της σαΐτας. Περνούσαμε, λοιπόν, με τίναγμα του χεριού την σαΐτα εγκάρσια, ανάμεσα από τις δύο σειρές νημάτων που όριζαν τα μιτάρια, τη μια φορά από δεξιά προς τα αριστερά και την άλλη αντιστρόφως. Έπρεπε, όμως, παράλληλα να αλλάζουμε κάθε φορά και τη θέση στις δύο σειρές νημάτων (τη μια φορά ήταν επάνω η μία σειρά νημάτων, μετά πήγαινε αποκάτω και βρισκόταν επάνω η άλλη σειρά), ώστε να εγκλωβίζουν χιαστί την κλωστή ανάμεσά τους. Γι' αυτό πατούσαμε εναλλάξ τα δύο πεντάλια του αργαλειού [τις πατήθρες ή ποδαρικά], που μετακινούσαν καθέτως, για το λόγο αυτό, τα μιτάρια. Επιπλέον, χρειαζόταν να χτυπήσουμε με το χτένι δυνατά το σημείο εκείνο στο οποίο κάθε φορά περνούσε η κλωστή, για να σφίξει και να ενσωματωθεί με τις προηγούμενες σειρές της και να σχηματίσει το ύφασμα.
 Με τον ίδιο τρόπο υφαίναμε και τις κουρελούδες, όπου όμως αντί για κλωστή και σαΐτα χρησιμοποιούσαμε ρέλια (λεπτές λωρίδες από παλιά ρούχα) που τα στερεώναμε στην εγκοπή που υπήρχε στην άκρη ενός ειδικού καλαμιού, που έπαιζε το ρόλο της σαΐτας.
 Για να υφάνουμε τις γκαμηλιές (στρωσίδια), τα σακκιά, τα σακκούλια, τα ταγάρια, τις λιοπάνες, τα   χαλιά, έπρεπε πρώτα να φτιάξουμε την δική τους κλωστή. Αρχικά, έπρεπε να κόψουμε σπάρτα, τα οποία, αφού τα δέναμε σε ματσάκια και τα βράζαμε σε καζάνι αρκετά, τα πηγαίναμε στον  Ευρώτα, όπου τα ανακατεύαμε με άμμο και τα αφήναμε εκεί με λίγο νερό για 15 ημέρες. Κατόπιν, τα χτυπάγαμε πάνω σε μια πέτρα με τον κόπανο πολλές φορές, μέχρι να εμφανιστούν οι ίνες τους, τις οποίες ξεραίναμε στον ήλιο. Έπειτα, τις βάζαμε στη ρόκα και τις γνέθαμε με το αδράχτι, ώστε να γίνουν κλωστή, την οποία συνήθως την βάφαμε με βράσιμο σε διάφορα χρώματα.
 Για τους ντορβάδες (τα σακκούλια με τροφή που κρέμαγαν στο στόμα του ζώου) χρειαζόμασταν πιο γερή κλωστή (επειδή πάθαιναν φθορές από τα ζώα, όταν τους πίεζαν στο έδαφος ψάχνοντας με το στόμα την τροφή τους), την οποία παίρναμε από τα φύλλα των αθάνατων μετά από κατεργασία μέσα από δύο χτένια που τα λέγαμε λανάρια.
 Για τις βελέντζες (σκεπάσματα) και τα κιλίμια χρησιμοποιούσαμε μαλλί από πρόβατα, ενώ τα σάσματα (στρωσίδια-στρώματα) ήταν τράγινα. Έπειτα, τις βελέντζες και τα σάσματα τα πηγαίναμε στη νεροτριβή (στον Αη-Μάμα της Καστανιάς), για να φουσκώσει το ύφασμά τους και να αποκτήσουν χνούδι.
 Οι καλύτερες υφάντριες της Πελλάνας ήταν, αναμφισβήτητα, οι δύο Σταυρογιωργέισσες (δηλ. η Βασιλική και η Στάμω Μαχαίρα), καθώς και η Ρηγίνα Χελιώτη."

Πελλ. Α

Δεν υπάρχουν σχόλια: