Κυπαρίσσι, Λογκανίκος, Βεργαδέικα, Φουντέικα, Άγ. Κωνσταντίνος (Ρεγκόζενα), Αγόριανη, Γεωργίτσι, Αλευρού, Καστόρειο (Καστανιά), Λουσίνα, Ντεμήρου (Κάστωρ), Καστρί, Νέα Λιβερά, Σερβέικα, Bορδόνια (Λόπεση, Παπαδιάνικα, Επάνω Χώρα, Σουλήνα, Κάμπος, Όραχος), Καραβάς, [Σελλασία, Κονιδίτσα], Παρδάλι, Πελλάνα, Περβόλια
Με αυτή την καταπληκτική θέα του Ταϋγέτου μεγαλώσαμε στον τόπο μας ...από μικρά παιδιά

..κατά παράφραση του κόμικ "Asterix & Ovelix: "Σε ένα χωριό της Λακωνίας δυο ανυπότακτοι χωριάτες είπαν να φτιάξουν το δικό τους μπλογκάδικο"
Βασικά θέματα ...με μια ματιά:
Αναρτήσεις:

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Oι παλιοί Τσοπαναραίοι: Η ζωή, οι στάνες και τα κοπάδια τους

Ομιλία που εκφωνήθηκε από τον κ. Βαγγέλη Μητράκο σε εκδήλωση στη Νυμφασία Αρκαδίας στις 21/8/2018 και δημοσιεύθηκε στις 6/10/2018 από το notospress.gr  
(Εμείς σταχυολογήσαμε εδώ μερικά κεφάλαια από το εκτενές κείμενο, που υπάρχει αυτούσιο στον εν λόγω ιστότοπο...)

Η  φορεσιά του τσοπάνη...
Η Γορτυνία, ως ένας τόπος ορεινός και φτωχός, υπήρξε πραγματικό βασίλειο της ζωής των τσοπαναρέων. Πάνω στα βουνά της Γορτυνίας, χιλιάδες γιδοπρόβατα, έβοσκαν το πουρνάρι, το σφεντάμι, την κουμαριά, τη σμυρτιά, τη θρούμπη και τους άλλους τους θάμνους και τα φρύγανα, γεμίζοντας με το τραγούδι από τα τροκάνια και τα βελάσματά τους τη φύση. Κοντά τους άγρυπνος φρουρός, προστάτης και καθοδηγητής ο τσοπάνης, ντυμένος παλιότερα με τη φουστανέλα ή την πουκαμίσα, το γελέκι, το σιλάχι, τις κάλτσες τις χοντρές τις υφαντές και τα τσαρούχια ή τα γουρνοτσάρουχα. Από κάτω φόραγε ψηλά στο κορμί τη φανέλα και χαμηλά το βρακί μέχρι τους αστραγάλους, και το πανωβράκι που έδενε με τη βρακοζώνα όλα υφαντά στον αργαλειό από το μαλλί των προβάτων του. Για το χειμώνα οι τσοπάνηδες είχαν την κάπα που τους προστάτευε από το κρύο και τη βροχή  και για τον ύπνο τους είχαν την τραούσα ή καπερώνα, φτιαγμένη από μαλλί γιδιών  πιο χοντρή και πιο μακριά από την κάπα, με κουκούλα για το κεφάλι και χωρίς μανίκια. Το βράδυ που τέλειωναν τις δουλειές τους με τα ζωντανά στο μαντρί, τυλίγονταν με την τραούσα κι έπεφταν στο καλύβι τους και κοιμόντανε. Άλλοτε πάλι  όταν νυχτοβόσκανε έξω στα βοσκοτόπια, κοιμούντανε καταγής πάλι τυλιγμένοι με την τραούσα. Αυτή, δηλαδή, ήτανε και κρεβάτι και σκέπασμα για τον τσοπάνη. Απαραίτητη για τον τσοπάνη ήτανε και μια τσάντα πέτσινη με δύο θήκες και κρεμαστή με λουρί στον ώμο ή ο ντορβάς (ταγάρι) κρεμαστό στον ώμο. Σ’ αυτά έβαζε ο τσοπάνης το ψωμί, το τυρί, σκόρδα ή κάνα ξερό κρεμμύδι, ελιές, κάνα μπουκαλάκι λάδι, αλάτι κ.λ.π. Ακόμα, εκεί μέσα είχε ορισμένα εργαλεία ή χρήσιμα αντικείμενα (μαχαίρι, σακοβελόνα για να ράβει, σουβλί, κουβαράκι με νήμα, κλωστή, τσακμακόπετρα για να ανάβει φωτιά, φυτίλι κ.λ.π.) Νερό είχε μαζί του σε νεροκολοκύθα (φλασκί) ή σε νεράσκι, ένα μικρό δερμάτινο σάκο.
Το μαντρί, η στρούγγα, το λεβετοστάσι, η καλύβα και η λόντζα...
Τα βράδια ο τσοπάνης έπρεπε να έχει ένα μέρος για να βάζει τα ζώα του όταν τα γύριζε από τη βοσκή. Έτσι, λοιπόν, έφτιαχνε οπωσδήποτε ένα μαντρί. Το μαντρί ήταν συνήθως κυκλικό ή τετράγωνο, φτιαγμένο με μάντρα από πέτρες, ξερολιθιά, με κλαριά και καλάμια. Μια μικρή πόρτα ήταν η είσοδος στο μαντρί που κι αυτή έκλεινε με δέματα κλαριά ή σανίδια. Ακόμα, παλιότερα το μαντρί το έφραζαν με κλαριά γκορτσιάς και σπαλαθριών, που είναι αγκαθωτά, και το χειμώνα με δεμάτια από πλατάνες, λίγο γερτά προς τα μέσα για να προστατεύονται  τα ζωντανά από το κρύο και τη βροχή.